- Πινδαρικά
- Πινδαρικόςof Pindarneut nom/voc/acc plΠινδαρικά̱ , Πινδαρικόςof Pindarfem nom/voc/acc dualΠινδαρικά̱ , Πινδαρικόςof Pindarfem nom/voc sg (doric aeolic)
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Προυδέντιος Κλήμης, Αυρήλιος — (Aurelius Prudentius Clemens, Ισπανία Ταρακονένσε περ. 348 – ; μετά το 405). Λατίνος χριστιανός ποιητής. Έγραψε μερικά διδακτικά έργα με χαρακτήρα αλληγορικό (Ψυχομαχία), καθώς και απολογητικά (Κατά του Συμμάχου) ή πολεμικά ενάντια ορισμένων… … Dictionary of Greek
Φιλικάλα, Βιντσέντσο ντα- — (Filicala, Φλωρεντία 1642 – 1707). Ιταλός ποιητής. Είχε την υποστήριξη της Χριστίνας της Σουηδίας και του Κόζιμο του Γ’ των Μεδίκων, ο οποίος τον διόρισε γερουσιαστή και του εμπιστεύτηκε τη διοίκηση των επαρχιών της Βολτέρα (1696) και της Πίζας… … Dictionary of Greek